Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γδύσιμο

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

το γδύνω
1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση
2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία
3. πώληση σε υπέρογκη τιμή.