γδύσιμο
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
το γδύνω
1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση
2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία
3. πώληση σε υπέρογκη τιμή.