Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γδύσιμο

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

το γδύνω
1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση
2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία
3. πώληση σε υπέρογκη τιμή.