γδύσιμο

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

το γδύνω
1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση
2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία
3. πώληση σε υπέρογκη τιμή.