διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
-ή, -ό (AM ιατρικός, -ή, -όν) ιατρός
1. αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες
2. το ουδ. ως ουσ. γιατρικό, το (AM ιατρικόν)
φάρμακο, οτιδήποτε θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιατρός > ιατρικός > γιατρικός].