γλυκά
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
(Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ.
1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»).
2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά
νεοελλ.
1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά
2. μαλακά, απαλά
3. γαλήνια, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα από τον πληθ. του ουδ. του αρχ. επιθ. γλυκύς. Ο τ. γλυκιά < γλυκέα, με συνίζηση].