γλωττοδεψώ
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
γλωττοδεψώ (-έω) (Α)
γλωττοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δεψώ < -δέψης < δέφω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»].