γόγγυσος
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ὁ,
A = γογγυστής, Thd. Pr.16.28, Hdn. Gr.1.213.
Greek (Liddell-Scott)
γόγγῠσος: ὁ, = γογγυστής, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. ιϚ΄, 28), Ἀρκάδ. 78. 1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ murmurador Thd.Pr.16.28, Hdn.Gr.1.213, Didache 3.6.
Greek Monolingual
γόγγυσος, ο (Μ)
ο γογγυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γογγύζω + (επίθημα) -σος που απαντά σε λέξεις καθημερινής ομιλίας (πρβλ. μέθυσος, κραύγασος)].