γυιοτόρος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

German (Pape)

[Seite 508] Glieder durchbohrend, Christodor. Ecphr. 226.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοτόρος: -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ μέλη, Χριστόδ. Ἐκφρ. 226.

Spanish (DGE)

-ον
que atraviesa la carne, que la perfora fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros, AP 2.226 (Christod.).

Greek Monolingual

γυιοτόρος, -ον (Α)
αυτός που διατρυπά τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ-, έτορον, αόρ. β'
πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)].