γραώδης
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ες,
A = γραϊκός, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255; μυθολογία Str.1.2.3; μυθάριον Cleom.2.1, cf. Iamb.VP23, 105, 1 Ep.Ti.4.7: Comp. -έστερος Gal.5.315.
German (Pape)
[Seite 506] ες, = γραϊκός, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γραώδης: -ες, (εἶδος) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de vieille femme.
Étymologie: γραῦς, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): γραιώ- Sor.67.16
1 propio de viejas, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255, μυθολογία Str.1.2.3, μύθοι 1Ep.Ti.4.7, μυθάριον Cleom.2.1.459, Olymp.in Grg.33.3, cf. Gal.5.315, Iambl.VP 105, Olymp.Iob 42 (p.394), Hld.4.5.3, γραώδη τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν Lyd.Mag.3.68
•συγκρίματα ref. a los pechos de mujeres viejas, Sor.l.c.
2 adv. -ῶς como viejas γ. νοεῖν Origenes Io.10.42.
English (Strong)
from graus (an old woman) and εἶδος; crone-like, i.e. silly: old wives'.
English (Thayer)
γραωδες (from γραῦς an old woman, and εἶδος), old-womanish, anile (A. V. old wives'): Strabo 1, p. 32 (p. 44, Sieben. edition); Galen; others.)
Greek Monolingual
-ες (AM γραώδης, -ες) γραύς
αυτός που μοιάζει με γριά ή αρμόζει σε αυτήν.