δακτυλόδικτος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλόδικτος Medium diacritics: δακτυλόδικτος Low diacritics: δακτυλόδικτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΔΙΚΤΟΣ
Transliteration A: daktylódiktos Transliteration B: daktylodiktos Transliteration C: daktylodiktos Beta Code: daktulo/diktos

English (LSJ)

ον, (δικεῖν)

   A thrown from the fingers, δ. μέλος, of the humming of a top, A.Fr.57 codd. Str. (-δεικτον edd.).

Greek (Liddell-Scott)

δακτῡλόδικτος: -ον, (δικεῖν) ὁ ἐκ τῶν δακτύλων ῥιπτόμενος, δ. μέλος, ἐπὶ τοῦ σιγηλοῦ ἤχου, ὃν παράγει ἡ στρεφομένη βέμβιξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· πρβλ. Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

(δακτῠλόδικτος) -ον
dirigido, guiado con los dedos ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον, δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος A.Fr.57.4.

Greek Monolingual

δακτυλόδικτος, -ον (Α)
φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.)
ο ήχος της σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον του άχρηστου ενεστ. δίκω «ρίχνω, χτυπώ»].