δάσμα
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ατος, τό, (δάσασθαι)
A share, portion, Hsch.
German (Pape)
[Seite 523] τό, Antheil, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δάσμα: τό, (δάσασθαι) = μερίδιον, μέρος, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό reparto, porción Hsch.
Greek Monolingual
δάσμα (-ατος), το (Α)
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δατέομαι (πρβλ. δασμός)].