δάμασμα
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
prob. sometimiento, represión, tortura Tz.H.12.828.
Greek Monolingual
το (Μ δάμασμα) δαμάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη.