δενδράς

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδράς Medium diacritics: δενδράς Low diacritics: δενδράς Capitals: ΔΕΝΔΡΑΣ
Transliteration A: dendrás Transliteration B: dendras Transliteration C: dendras Beta Code: dendra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A wooded, λόχμη ib.13.399; χαίτη ib.11.514.

German (Pape)

[Seite 545] άδος, ἡ, baumreich, buschig, ὕλαι Nonn. D. 3, 252; auch χαίτη, 2, 639.

Greek (Liddell-Scott)

δενδράς: -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, σύνδενδρος, Νόνν. Δ. 2. 639.

Spanish (DGE)

-άδος
arbórea φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea Nonn.D.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.D.3.252.

Greek Monolingual

δενδράς, η (Α)
έκταση με πολλά δένδρα, φυτρωμένα πυκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον. (Για τον σχηματισμό πρβλ. ηλιάς, κυκλάς)].