δεραγχής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ές,
A throttling, πάγαι ib.107 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 548] ές, den Hals zuschnürend, πάγαι Philp. 8 (VI, 107).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui serre le cou.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.
Spanish (DGE)
-ές
que aprieta el cuello, que estrangula πάγαι AP 6.107 (Phil.).
Greek Monolingual
δεραγχής, -ές (Α) δεράγχη
αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός.