δεραγχής

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεραγχής Medium diacritics: δεραγχής Low diacritics: δεραγχής Capitals: ΔΕΡΑΓΧΗΣ
Transliteration A: deranchḗs Transliteration B: deranchēs Transliteration C: deragchis Beta Code: deragxh/s

English (LSJ)

δεραγχές, throttling, πάγαι ib.107 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ές
que aprieta el cuello, que estrangula πάγαι AP 6.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 548] ές, den Hals zuschnürend, πάγαι Philp. 8 (VI, 107).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui serre le cou.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.

Greek Monolingual

δεραγχής, -ές (Α) δεράγχη
αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός.

Russian (Dvoretsky)

δεραγχής: сдавливающий шею (πάγαι Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεραγχής -ές [δεράγχη] wurgend.

Middle Liddell

ἄγχω
throttling, Anth.