δημήλατος
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
φυγή, = foreg., ib.614.
German (Pape)
[Seite 562] verbannt, Aesch. Suppl. 609.
Greek (Liddell-Scott)
δημήλατος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐξορισθείς, φυγή· δημήλατος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 614.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
banni par le peuple : δημήλατος φυγή ESCHL exil voté par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
(δημήλᾰτος) -ον
desterrado por el pueblo en la expr. φυγὴ δ. equiv. a δημηλασία destierro decretado por el pueblo A.Supp.614.
Greek Monolingual
δημήλατος, -ον (Α)
φρ. «δημήλατος φυγή» — η δημηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση της πρώτης συλλαβής].