δημηλασία

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηλᾰσία Medium diacritics: δημηλασία Low diacritics: δημηλασία Capitals: ΔΗΜΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: dēmēlasía Transliteration B: dēmēlasia Transliteration C: dimilasia Beta Code: dhmhlasi/a

English (LSJ)

ἡ, banishment decreed by the people, exile, A.Supp. 6(anap.).

Spanish (DGE)

(δημηλᾰσία) -ας, ἡ
exilio, destierro decretado por el pueblo ἐφ' αἵματι δημηλασίαν ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι A.Supp.6.

German (Pape)

[Seite 562] ἡ, Verbannung, Aesch. Suppl. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bannissement décrété par le peuple.
Étymologie: δημήλατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημηλασία -ας, ἡ [δημήλατος] verbanning.

Russian (Dvoretsky)

δημηλᾰσία:изгнание по постановлению народа Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

δημηλασία: ἡ, ἐξορία ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀποφασισθεῖσα καὶ ἐπιβαλλομένη, ἐξορία, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 7.

Greek Monolingual

δημηλασία, η (Α) δημήλατος
η ποινή της εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση του λαού.