δημηλασία
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ἡ, banishment decreed by the people, exile, A.Supp. 6(anap.).
Spanish (DGE)
(δημηλᾰσία) -ας, ἡ
exilio, destierro decretado por el pueblo ἐφ' αἵματι δημηλασίαν ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι A.Supp.6.
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, Verbannung, Aesch. Suppl. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bannissement décrété par le peuple.
Étymologie: δημήλατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημηλασία -ας, ἡ [δημήλατος] verbanning.
Russian (Dvoretsky)
δημηλᾰσία: ἡ изгнание по постановлению народа Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
δημηλασία: ἡ, ἐξορία ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀποφασισθεῖσα καὶ ἐπιβαλλομένη, ἐξορία, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 7.
Greek Monolingual
δημηλασία, η (Α) δημήλατος
η ποινή της εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση του λαού.