διαπερνώ

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

(AM διαπερῶ, -άω) περνώ
1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα
2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω
3. εισχωρώ, διεισδύω
αρχ.
1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι
2. διέρχομαι
3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά
4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» — εξουσιάζω όλη τη Μολοσσία.