διδαγμοσύνη

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδαγμοσύνη Medium diacritics: διδαγμοσύνη Low diacritics: διδαγμοσύνη Capitals: ΔΙΔΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: didagmosýnē Transliteration B: didagmosynē Transliteration C: didagmosyni Beta Code: didagmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = διδασκαλία, Doroth. ap. Heph.Astr.2.19.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ enseñanza τῇδε διδαγμοσύνῃ πεπνυμένος Doroth.432.4.

Greek Monolingual

διδαγμοσύνη η (Α) δίδαγμα
η γνώση που στηρίζεται σε διδασκαλία, διδασκαλία.