διοπεύω
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
English (LSJ)
A to be captain of a ship, δ. τὴν ναῦν (Harp., διοπτεύων codd.) Test. ap. D.35.20,34.
Greek (Liddell-Scott)
διοπεύω: ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, ἐπιβλέπω εἰς τὸ φορτίον καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. δίοπος, ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.
French (Bailly abrégé)
être commandant de navire.
Étymologie: δίοπος¹, codd. διοπτεύω.
Spanish (DGE)
ser oficialde un barco διοπεύων τὴν ναῦν D.35.20, 34, cf. Hsch.
•fig. de una ciudad ἀκάτιον· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων Hsch.
Greek Monolingual
διοπεύω (Α)
επιβλέπω τη φόρτωση πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].