διάφημος
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
-ον célebre, Gloss.2.58.
διάφημος, -ον (Μ)
ξακουστός, ονομαστός [«πάγκαλος η διάφημος η ακουστή εκείνη (ενν. κόρη) «].