διάφημος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Spanish (DGE)

-ον célebre, Gloss.2.58.

Greek Monolingual

διάφημος, -ον (Μ)
ξακουστός, ονομαστόςπάγκαλος η διάφημος η ακουστή εκείνη (ενν. κόρη) «].