δισήμαντος
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Spanish (DGE)
-ον de significado doble Eust.948.3.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].