ἐδέατρος
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ὁ, among the Persians,
A one who tasted first, and named the order of dishes, = θαλίαρχος, seneschal, Phylarch.Fr.44J., cf. EM 315.37, Suid.; steward, PCair.Zen.31.18; cf. ἐλέατρος.
German (Pape)
[Seite 715] ὁ, nach VLL. u. Ath. IV, 171 b bei den Persern der Vorkoster, der die Anordnung der Mahlzeit hat, Truchseß.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδέατρος: ὁ, ἐν Πέρσαις, ὁ προσθίων τοῦ βασιλέως ἀσφαλείας ἕνεκα, προγεύστης, ἐπιμελητὴς δείπνου, = θαλίαρχος, Ἀθήν. 171Β, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 315. 37, Σουΐδ. ἐν λέξει: - πρβλ. δαιτρός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 maestresala, catador en la corte persa, Chares 1, Phylarch.44, Ael.Dion.ε 9, EM 315.37G., Sud.
2 mayordomo, intendente, PCair.Zen.31.18 (III a.C.), cf. ἐλέατρος.
• Etimología: Prob. adapt. de una palabra persa, p. ej. *adiyātar- o *ā-daitar-, cf. av. vī-δaē-tar.
Greek Monolingual
ἐδέατρος, ο (Α)
1. αυτός που δοκίμαζε το φαγητό του βασιλιά μπροστά του για λόγους ασφάλειας
2. (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό δείπνο
3. οικονόμος.