εἰδητικός

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδητικός Medium diacritics: εἰδητικός Low diacritics: ειδητικός Capitals: ΕΙΔΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: eidētikós Transliteration B: eidētikos Transliteration C: eiditikos Beta Code: ei)dhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A constituting an εἶδος 111.2, ἀριθμός, opp. μαθηματικός, Arist.Metaph.1086a5, 1088b34 (but later εἰ. ἀριθμός capable of being represented by a geometrical pattern, figurate, Iamb. Comm.Math.19); formal, αἰτία Alex. Aphr.in Metaph.124.9, Procl.Inst.178; αἴτια Olymp.in Mete.302.28; opp. εἰδητός (q.v.), Dam.Pr.81.    2 concerned with εἴδη, νόησις ib.5; ἀποδείξεις ibid.; specific, Alex.Aphr.in Metaph.113.6.    II Adv. -κῶς Dam.Pr.284,321, Procl.in Prm.pp.625,649 S.

German (Pape)

[Seite 723] = εἰδήμων, B. A. p. 1366, aus Damascius.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδητικός: -ή, -όν, ἐπιστημονικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 305. 336, Brandis. - Ἐπίρρ. εἰδητικῶς Πρόκλ. εἰς Παρμεν. Πλάτ. σ. 625. 649, ἔκδ. Stallb.

Spanish (DGE)

-ή, -ον
I 1relativo a la idea platónica, ideal τὸν αὐτὸν εἰδητικὸν καὶ μαθηματικὸν ἐποίησαν ἀριθμόν identificaron el número ideal con el matemático Arist.Metaph.1086a8, cf. 1088b34, 1090b35, τὸ δὲ καλὸν ἐραστὸν εἰδητικόν la belleza es el objeto ideal del amor Dam.in Phlb.16, τὸ ἕν Dam.Pr.25.
2 formal αἰτία Alex.Aphr.in Metaph.124.9, Procl.Inst.178, εἰδητικὴ τῶν ἀριθμῶν διαφορά Alex.Aphr.in Metaph.113.6, τὸ ὄν Dam.Pr.58, ἀριθμός Dam.Pr.89, λόγος Dam.in Phlb.62.
3 específico παραλλαγὰς ἔχουσα εἰδητικάς (ἡ ψυχή) Porph.Sent.37, νόησις Dam.Pr.5, ἀποδείξεις Dam.Pr.5, φύσις Dam.Pr.87, οὐσία Procl.in Prm.729, διαφοραί Iambl.Comm.Math.2.
4 capaz de conocer εἰ. op. εἰδητός dicho del νοῦς como forma, Dam.Pr.81, εἰδικοὶ ἢ εἰδητικοί (δαίμονες) identificados con facultades anímicas, Olymp.in Alc.18.
5 que puede ser representado por una figura geométrica ἀριθμός Iambl.Comm.Math.19.
II adv. -ῶς
1 de forma ideal, idealmente op. οὐσιωδῶς Dam.in Prm.284, cf. 321.
2 de manera específica ἑναδικῶς καὶ εἰ. Procl.in Prm.805, cf. 836.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α εἰδητικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. αυτός που αποτελεί το είδος
2. ειδικός
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στην αισθητοποίηση τών αναμνήσεων ώστε να προβάλλονται ως πραγματικές εικόνες.