εισβάλλω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσβάλλω, Α και ἐσβάλλω)
εισέρχομαι ως εχθρός σε μια χώρα («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν»)
νεοελλ.
εισέρχομαι ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου»)
αρχ.-μσν.
1. εισέρχομαι, μπαίνω
2. αρχίζω
αρχ.
1. ρίχνω μέσα, εισάγω
2. επιβιβάζω στο πλοίο
3. επιτίθεμαι
4. (για αρρώστια) προσβάλλω
5. (για ποταμό) εκβάλλω, συμβάλλω
6. (για εμπορεύματα) εισάγω.