εἰδή
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
A if indeed, S.Tr.27; if that is to say, Pl.Smp.218e, Arist.Rh. 1370a30; εἰ δὴ . . γε Pl.Tht.166c, etc.
Greek Monolingual
η
1. η όψη του προσώπου, η έκφραση, φυσιογνωμία
2. (για τόπους) η εξωτερική διαμόρφωση, χαρακτηριστική μορφή.