εκκεντρότητα

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐκκεντρότης)
η θέση έξω από το κέντρο, η απόσταση από το κέντρο
νεοελλ.
1. το γνώρισμα τών έκκεντρων κύκλων
2. φρ. «εκκεντρότητα έλλειψης» — ο λόγος της εστιακής απόστασης προς το μήκος του μεγάλου άξονα
αρχ.
η τάση για απομάκρυνση από το κέντρο.