εκπνοή

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκπνοή)
η έξοδος του αέρα από τα αναπνευστικά όργανα
νεοελλ.
λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου («εκπνοή προθεσμίας»)
αρχ.
1. θάνατος
2. αναθυμίαση ή πνοή σε μορφή ατμού
3. το στόμιο απ' όπου εξατμίζεται κάτι περιορισμένο σε κλειστό χώρο.