εκτομή

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

η (AM ἐκτομή)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτέμνω, αποκοπή, εξαγωγή με τομή
2. ευνουχισμός, εκτόμηση
νεοελλ.
ιατρ. εγχειρητική αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρου οργάνου ή παθολογικού σχηματισμού
αρχ.
1. τμήμα, τεμάχιο
2. το άνοιγμα ή το σχήμα που δημιουργείται από την αποκοπή κομματιού από ένα σώμα
3. περιτομή γυναικών
4. (σχετικά με καρπό) μάζεμα, κόψιμο.