ἑκταῖος

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκταῖος Medium diacritics: ἑκταῖος Low diacritics: εκταίος Capitals: ΕΚΤΑΙΟΣ
Transliteration A: hektaîos Transliteration B: hektaios Transliteration C: ektaios Beta Code: e(ktai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἕξ)

   A on the sixth day, ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29, cf. Coac.15, X.An.6.6.38, D.S.17.65.    II = ἕκτος, μοῖρα AP14.119.10 (Metrod.).    III ἑκταῖον· αἱ δύο κοτύλαι, and ἑκταίους (sc. ἄρτους) · τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 779] am sechsten Tage, z. B. κατήντησεν, D. Sic. 17, 65; μᾶζα, sechs Tage alt, Timon bei Ath. IV, 160 a. – Der sechste, μοῖρα Probl. arith. 13 (XIV, 119).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκταῖος: -α, -ον, (ἓξ) τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 38. ΙΙ. = ἕκτος, Ἀνθ. Π. 14. 119.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a lieu ou se fait le sixième jour.
Étymologie: ἕκτη.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que se produce al sexto día κρίσιες Hp.Epid.4.20, cf. Gal.9.785, frec. de pers. como pred. ἑ. ... ἔθανεν murió al sexto día Hp.Epid.5.74, cf. 7.36, ἀφίκοντο ἑκταῖοι X.An.6.6.38, διαβλαστάνει ... τὰ δὲ ... ἑκταῖα otras (plantas) germinan al sexto día Thphr.CP 4.3.1, παρῆν ἑ. Plb.5.97.4, κατήντησεν ἑ. D.S.17.65
de fiebres que sobreviene cada seis días ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29.
2 sexto μοῖρα AP 14.119 (Metrod.).
II metrol., subst., como medida de capacidad
1 τὸ ἑ. hecteo equiv. a 10 cótilas, Hsch.
2 ἑκταίους· τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ Hsch.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἑκταῑος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» — έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.)
2. έκτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῑον
οι δύο κοτύλες.