Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκτάσσω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α)
1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη
2. καταγράφω σε καταλόγους
3. γράφω, χαράζω
4. καταγράφω τους φόρους
5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.