Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκτάσσω

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α)
1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη
2. καταγράφω σε καταλόγους
3. γράφω, χαράζω
4. καταγράφω τους φόρους
5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.