ἐκφυγγάνω
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
A = ἐκφεύγω, A.Pr.525, Diph.7, Plb.18.15.11; recover from disease, Hp.Morb.2.26.
German (Pape)
[Seite 786] = ἐκφεύγω; δεσμούς Aesch. Prom. 523; Hippocr.; Diphil. B. A. 95, 17; Pol. 17, 15, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφυγγάνω: ἐκφεύγω, Ἱππ. 470. 12, Αἰσχύλ. Πρ. 525, Δίφιλος ἐν «Εὐνούχῳ» 3.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. ἐκφεύγω.
Spanish (DGE)
1 tr. librarse de, evitar δεσμοὺς ... καὶ δύας ἐ. A.Pr.525, τὰς χεῖρας τῶν παρασπονδηθέντων las manos de los traicionados Plb.18.15.11, s. cont., Diph.7.
2 intr., medic. escapar de una enfermedad mortal, curarse ἐκφυγγάνουσιν ὀλίγοι Hp.Morb.2.26, c. gen. c. prep. ἐξ αὐτοῦ παῦροι ἐκφυγγάνουσι Hp.Int.32.
Greek Monolingual
ἐκφυγγάνω (Α)
1. ξεφεύγω
2. αναλαμβάνω μετά από ασθένεια, αναρρώνω, ξαναποκτώ τις δυνάμεις μου.