ἐκτρύπημα
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
ατος, τό,
A dust made by boring, Thphr.HP5.6.3. II pl., holes made in a wall, Ph.Bel.92.16.
German (Pape)
[Seite 783] τό, das Ausgebohrte, Bohrspäne, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρύπημα: τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη τρῦπα, Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 hueco perforado en el muro, Ph.Mech.92.16.
2 plu. serrín, virutas que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.HP 5.6.3.
Greek Monolingual
ἐκτρύπημα, το (Α)
1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα του ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια
2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι.