ἐλαφόβοσκον

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰφόβοσκον Medium diacritics: ἐλαφόβοσκον Low diacritics: ελαφόβοσκον Capitals: ΕΛΑΦΟΒΟΣΚΟΝ
Transliteration A: elaphóboskon Transliteration B: elaphoboskon Transliteration C: elafovoskon Beta Code: e)lafo/boskon

English (LSJ)

τό, (ἐλᾰφο-βοσκός, ὁ, Hsch.)

   A plant eaten by deer as an antidote against the bite of snakes, parsnip, Pastinaca sativa, Dsc.3.69, Plin.HN22.79,Aët.13.21.    II = ἐλελίσφακον, Dsc.3.33; = σκόρδον, Ps.-Dsc.2.152.

German (Pape)

[Seite 792] τό, (Hirschfutter), wilde Pastinake, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφόβοσκον: τό, φυτὸν ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν ἐλάφων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῶν δηγμάτων τῶν ἑρπετῶν, pastinaca sativa, Διοσκ. 3. 80, Πλιν. Ν. Η. 22. 22 (37).

Greek Monolingual

ἐλαφόβοσκον, το (Α)
1. ονομασία φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το ελάφι ως αντίδοτο για το δηλητήριο τών φιδιών
2. το φασκόμηλο
3. το σκόρδο.