σκόρδο

From LSJ

Greek Monolingual

το / σκόρδον, ΝΜΑ, και σκόροδον Α
κοινή σήμερα ονομασία βολβώδους ποώδους φυτού με καυστική γεύση και οσμή, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, είναι το είδος Αllium sativum του γένους άλλιο (α. «μύριζε σκόρδο και κρεμμύδι» β. «καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόρδα», ΠΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «σκόρδα στα μάτια σου!» ή, απλώς, «σκόρδα!» — λέγεται ως αποτρεπτικό της βασκανίας
β) «ο ένας σκόρδο ο άλλος κρεμμύδι» — λέγεται για άτομα που διαρκώς διαφωνούν ή που συζητούν με εριστικό τρόπο
αρχ.
1. (σε πάπ.) «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον»
2. στον πληθ. τὰ σκόροδα
το τμήμα της αγοράς όπου πωλούσαν σκόρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. σκόροδον / σκόρδον με την οικογένεια του ρ. κείρω «αποκόπτω, αποτέμνω» (< ΙΕ ρίζα sker- «κόβω», λόγω τών χωριστών σκελίδων από τις οποίες αποτελείται ο βολβός του φυτού) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με τη δισυλλαβία του αρχαιότερου τ. σκόρ-οδ-ον έναντι του μτγν. σκόρδον (< σκόροδον, με συγκοπή). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το αλβ. hurdhe, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λ. πράσο, κρόμμυον)].