εκφυλισμός
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek Monolingual
ο
1. εκφύλιση, παραφθορά
2. (για ανθρ.) διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση, έκλυση ηθών
3. ύφεση, υποχώρηση κάποιου κακού (π.χ. επιδημίας, αρρώστιας), εξασθένιση, χαλάρωση.