εκφαυλίζω
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
(AM ἐκφαυλίζω)
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω
«η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους»
«έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται»
μσν.-αρχ.
περιφρονώ, θεωρώ ανάξιο λόγου
(«θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν ἐγὼ τὴν ἐκφαυλίζω, συντάσσομαι μὲ τὸν Χριστόν», Διγ.)
αρχ.
1. απορρίπτω κάτι ως κακό ή άχρηστο («τὰ ἐκφαυλισθέντα τούτοις τροφὴν παρατίθησι», Αιλ.)
2. (με απρφ.) απαξιώ να κάνω κάτι («οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (ἵππον) ἰάσασθαι», Αιλ.)
3. είμαι ανίσχυρος, δεν έχω δύναμη («ἡ τῶν ἰατρῶν ἐκπεφαύλισται κρίσις», Φιλής).