εμπυρεύω
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
Greek Monolingual
(Α ἐμπυρεύω)
νεοελλ.
εμπυρευματίζω
αρχ.
1. καίω, πυρπολώ
2. μέσ. ἐμπυρεύομαι
ανάβω, παίρνω φωτιά
3. μέσ. φωτίζω, φέγγω
4. καταφλέγω, κατακαίω
5. ανάβω στο σώμα («ἐμπυρεύειν θερμότητα», Αριστοτ.)
6. ψήνω πάνω στη φωτιά, φρύγω («τήν τε φηγόν ἐμπυρεύων» — ψήνοντας στη φωτιά το βαλανίδι, Αριστοτ.)