εναγώνιος
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναγώνιος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος γι' αυτόν («τῆς ἐναγωνίου ὀρχήσεως τῶν χορῶν», Δίον. Αλικ.)
2. (για θεούς) επιστάτης, έφορος τών αγώνων («ἐναγώνιοι θεοί», Πίνδ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται σε μάχη («μαχομένων ἀλαλαγμὸς ἐναγώνιος ἐχώρει κάτω», Πλούτ.)
4. (ρητορ.) αυτός που αφορά σε δίκες, κατάλληλος για δικανική ρητορεία, ορμητικός
5. (για ύφος) ζωηρός, ενεργητικός, έντονος, σφοδρός.
επίρρ...
εναγωνίως
1. με αγώνες ή αγωνία, ανυπόμονα, με αδημονία
2. αρχ. με ένταση, έντονα, σφοδρά, ορμητικά.