έμφραξη

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔμφραξις)
1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα
2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία
3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση της φυσιολογικής μορφής του δοντιού, κν. σφράγισμα.