ένδεια
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
Greek Monolingual
η (AM ἔνδεια)
1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία
2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως»)
αρχ.
1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας»)
2. λιμός, σιτοδεία
3. πληθ. ελλείψεις, βιοτικές ανάγκες
4. γραμμ. η ιδιότητα του ελλειπτικού, το να ελλείπουν τύποι κλιτών ονομάτων και ρημάτων.