ένζυμος
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἔνζυμος, -ον) ζύμη
(για ψωμί) αυτό που περιέχει ζύμη (προζύμι, μαγιά), το φτιαγμένο με προζύμι («ὁ ἄρτος οὐκ ἧν ἔνζυμος», Δούκ.)
νεοελλ.
χημ. το ένζυμο(ν)
καταλύτης βιολογικής προέλευσης, ουσία που παράγεται από ζωικά και φυτικά κύτταρα και δρα καταλυτικά σε ουσίες άλλης φύσεως, φύραμα, μαγιά.