ένθεμα

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἔνθεμα) εντίθημι
1. το αποτέλεσμα του ενθέτω
2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι
νεοελλ.
κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη
αρχ.
1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα
2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)
3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.