ενότητα

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

η (AM ἑνότης) [[εις, ενός]]
το να αποτελούν πολλά πρόσωπα ή πράγματα ένα ενιαίο σύνολο
νεοελλ.
1. λογική ακολουθία
2. συντονισμός
3. λογοτ. η ιδιότητα ενός καλλιτεχνικού έργου να παρουσιάζει με ξεχωριστά στοιχεία ένα ενιαίο και αρμονικό όλο
4. τμήμα λογοτεχνικού έργου, βιβλίου, εκδηλώσεων κ.λπ. το οποίο παρά τη στενή σύνδεσή του με τα λοιπά μέρη έχει δικά του γνωρίσματα και ολοκληρωμένη μορφή
μσν.
1. η αφηρημένη έννοια του ενός
2. ένωση, συνένωση
3. η ενιαία φύση.