ἔντριτος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντρῐτος Medium diacritics: ἔντριτος Low diacritics: έντριτος Capitals: ΕΝΤΡΙΤΟΣ
Transliteration A: éntritos Transliteration B: entritos Transliteration C: entritos Beta Code: e)/ntritos

English (LSJ)

ον,

   A of three strands, threefold, σπαρτίον LXXEc.4.12.    II = Lat. sequester, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντρῐτος: -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, σπαρτίον ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).

Spanish (DGE)

-ον
1 triple, trenzado de tres cabos τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa LXX Ec.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755
fig. o alegór. ἡ ἔ. ἀγάπη ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.Laz.16, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.31.1.
2 tercero, PPetaus 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.).

Greek Monolingual

(AM ἔντριτος, -ον)
(για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» — το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο
μσν.
1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριτον
φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η εντριτεία.