ἑξάποδος
From LSJ
προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves
German (Pape)
[Seite 871] schlechte Lesart für ἑξάπεδος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάπους, -ουν, Μ και ἑξάποδος, -η, -ον)
αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα
όρος που χαρακτηρίζει γενικά τις προνύμφες τών εντόμων που έχουν έξι βαδιστικούς πόδες εξίσου ανεπτυγμένους (ροπαλόκερα και λεπιδόπτερα έντομα)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι ποδών.