Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξευτελίζω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) ευτελίζω
καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον
μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)
νεοελλ.
μέσ. εξευτελίζομαι
χάνω την αξιοπρέπεια μου
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ευτελές
2. ελαττώνω πέρα από το κανονικό, περιορίζω.