εξόρμηση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

η (AM ἐξόρμησις)
ορμητική επίθεση, ἔφοδος
νεοελλ.
1. ορμητική επίθεση από οχυρωμένη τοποθεσία εναντίον του εχθρού
2. ανάληψη πρωτοβουλίας με σύντονες ενέργειες για την επίτευξη κάποιου σκοπού («εξόρμηση για τη συγκέντρωση χρημάτων για τους σεισμοπαθείς»)
αρχ.
1. παρότρυνση, παρόρμηση
2. η ορμή προς τα έξω («κύματος ἐξόρμησίς τις ἐπὶ τὴν γῆν»).