εξονυχίζω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

(AM ἐξονυχίζω)
εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ
νεοελλ.
(για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα
αρχ.
αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)].