επαρτώ

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

ἐπαρτῶ, -άω (Α)
1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο
2. απειλώ, φοβερίζω
3. μέσ. ἐπαρτῶμαι
α) κρεμώ πάνω ή από πάνω
β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ
4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού)
το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος του ζυγού πού κρέμεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ»].